διακαής
[ðiakaˈis], διακαής, διακαέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leidenschaftlichδιακαήςδιακαής
ejemplos
- διακαής πόθοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHerzenswunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m