διαγράφομαι
[ðiaˈɣrafome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- durchgestrichen werdenδιαγράφομαιδιαγράφομαι
- ausgeschlossen werdenδιαγράφομαι από κόμμαδιαγράφομαι από κόμμα
- sich abzeichnenδιαγράφομαι διαφαίνομαι, κ., τάση, κίνδυνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαγράφομαι διαφαίνομαι, κ., τάση, κίνδυνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ