διαβητικός
[ðiavitiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διαβητικη, διαβητικοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zuckerkrankδιαβητικόςδιαβητικός
διαβητικός
[ðiavitiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Diabetikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβητικόςδιαβητικός