διαβαίνω
[ðjaˈveno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorbeigehenδιαβαίνω περνώδιαβαίνω περνώ
- vergehenδιαβαίνω ώρα, χρόνοςδιαβαίνω ώρα, χρόνος
διαβαίνω
[ðjaˈveno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- passierenδιαβαίνω περνώδιαβαίνω περνώ
- überquerenδιαβαίνω περνώ από πάνωδιαβαίνω περνώ από πάνω
- durchquerenδιαβαίνω περνώ από μέσαδιαβαίνω περνώ από μέσα