„διαβάλλω“: μεταβατικό ρήμα διαβάλλω [ðiaˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verleumden verleumden διαβάλλω διαβάλλω