„διάψευση“: θηλυκό διάψευση [ðiˈapsefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dementi Dementiουδέτερο | Neutrum, sächlich n διάψευση διάψευση