„δημόσιο“: ουδέτερο δημόσιο [ðiˈmosio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, Δημόσιο [ðiˈmosio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Staat, öffentlicher Dienst Staatαρσενικό | Maskulinum, männlich m δημόσιο δημόσιο öffentlicher Dienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m δημόσιο Δημόσια Υπηρεσία δημόσιο Δημόσια Υπηρεσία