δημοσίευμα
[ðimoˈsievma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Veröffentlichungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοσίευμα βιβλίουPublikationθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοσίευμα βιβλίουδημοσίευμα βιβλίου