δευτερεύων
[ðefteˈrevon], δευτερεύουσα, δευτερεύονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sekundär, zweitrangig, untergeordnetδευτερεύωνδευτερεύων
ejemplos
- δευτερεύον χρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσMischfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δευτερεύουσα απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich fNebenarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fNebenbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δευτερεύουσα βιβλιογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSekundärliteraturθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos