„δεσμευτικός“ δεσμευτικός [ðezmeftiˈkos], δεσμευτική, δεσμευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verbindlich, bindend verbindlich, bindend δεσμευτικός δεσμευτικός ejemplos μη δεσμευτική τιμή unverbindliche Preisempfehlungθηλυκό | Femininum, weiblich f μη δεσμευτική τιμή