δενδροειδής
[ðenðroiˈðis], δενδροειδής, δενδροειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- δενδροειδής δομήθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλεφώνωνTelefonketteθηλυκό | Femininum, weiblich f