δασκάλα
[ðasˈkala]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Lehrerinθηλυκό | Femininum, weiblich fδασκάλα γεν, δημοτικούδασκάλα γεν, δημοτικού
ejemplos
- δασκάλα αγγλικώνEnglischlehrerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δασκάλα ΓερμανικώνDeutschlehrerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δασκάλα γεωγραφίαςErdkundelehrerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos