δαπανώ
[ðapaˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausgeben (σε / για für)δαπανώ χρήματαδαπανώ χρήματα
- verbrauchenδαπανώ καταναλώνωδαπανώ καταναλώνω
- verschwendenδαπανώ σπαταλώδαπανώ σπαταλώ