δακτύλιος
[ðakˈtilios]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ringαρσενικό | Maskulinum, männlich mδακτύλιος τεχνική | Technikτεχν οδική αρτηρίαδακτύλιος τεχνική | Technikτεχν οδική αρτηρία
ejemplos
- δακτύλιος εμβόλουKolbenringαρσενικό | Maskulinum, männlich m