„δέσποινα“: θηλυκό δέσποινα [ˈðespina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Herrin, Dame Herrinθηλυκό | Femininum, weiblich f δέσποινα αφέντρα δέσποινα αφέντρα Dameθηλυκό | Femininum, weiblich f δέσποινα κυρία δέσποινα κυρία