δέσιμο
[ˈðesimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (An-, Zusammen-)Bindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδέσιμο πράξηδέσιμο πράξη
- Verbindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδέσιμο πληγήςδέσιμο πληγής
- Bindungθηλυκό | Femininum, weiblich fδέσιμο τετραδίου, βιβλίουEinbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mδέσιμο τετραδίου, βιβλίουδέσιμο τετραδίου, βιβλίου
ejemplos