„δέος“: ουδέτερο δέος [ˈðeos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ehrfurcht Ehrfurchtθηλυκό | Femininum, weiblich f δέος βαθύς σεβασμός δέος βαθύς σεβασμός