δέκτης
[ˈðektis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Empfängerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδέκτης άνθρωπος, συσκευή, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδέκτης άνθρωπος, συσκευή, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ