γυριστός
[jirisˈtos], γυριστή, γυριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schwulγυριστόςγυριστός
ejemplos
- γυριστή σκάλαθηλυκό | Femininum, weiblich fWendeltreppeθηλυκό | Femininum, weiblich f