„γρασάρω“: μεταβατικό ρήμα γρασάρω [ɣraˈsaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ισμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einfetten, einölen, schmieren einfetten, einölen, schmieren γρασάρω τεχνική | Technikτεχν γρασάρω τεχνική | Technikτεχν