„γοφός“: αρσενικό γοφός [ɣoˈfos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hüfte Hüfteθηλυκό | Femininum, weiblich f γοφός ανατομία | Anatomieανατ γοφός ανατομία | Anatomieανατ