„γλυκός“ γλυκός [ɣliˈkos], γλυκιά, γλυκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) süß, lieb, lieblich, mild, lauschig süß γλυκός γλυκός lieb, lieblich γλυκός ευχάριστος γλυκός ευχάριστος mild γλυκός καιρός γλυκός καιρός lauschig γλυκός νύχτα γλυκός νύχτα