„γκρινιάζω“: αμετάβατο ρήμα γκρινιάζω [griˈɲazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα/-ξα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) nörgeln, meckern, murren nörgeln, meckern (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) γκρινιάζω είμαι δύστροπος γκρινιάζω είμαι δύστροπος murren γκρινιάζω δε συμφωνώ γκρινιάζω δε συμφωνώ