„γκάζι“: ουδέτερο γκάζι [ˈgazi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gas Gasουδέτερο | Neutrum, sächlich n γκάζι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ καύσιμη ύλη γκάζι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ καύσιμη ύλη ejemplos πατάω γκάζι Gas geben πατάω γκάζι πατώ τέρμα το γκάζι Vollgas geben πατώ τέρμα το γκάζι