γενικότητα
[jeniˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Allgemeinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fγενικότητα αναφορά στο σύνολο, κ. ασάφειαγενικότητα αναφορά στο σύνολο, κ. ασάφεια