γενιά
[jeˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Stammαρσενικό | Maskulinum, männlich mγενιά κοινή καταγωγήGeschlechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nγενιά κοινή καταγωγήγενιά κοινή καταγωγή
- Generationθηλυκό | Femininum, weiblich fγενιά άτομα ίδιας ηλικίαςγενιά άτομα ίδιας ηλικίας