„γαντζώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα γαντζώνομαι [ɣanˈdzonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich an/mit etwas verhaken ejemplos γαντζώνομαι σε κάτι sich an/mit etwas verhaken γαντζώνομαι σε κάτι