„γαβάθα“: θηλυκό γαβάθα [ɣaˈvaθa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schüssel, Napf Schüsselθηλυκό | Femininum, weiblich f γαβάθα γαβάθα Napfαρσενικό | Maskulinum, männlich m γαβάθα για ζωοτροφή γαβάθα για ζωοτροφή