„γέρος“: αρσενικό γέρος [ˈjeros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Alter, alter Mann, Greis Alterαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέρος alter Mannαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέρος Greisαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέρος γέρος ejemplos γέροι alte Leuteπληθυντικός | Plural pl γέροι „γέρος“: επίθετο, ως επίθετο γέρος [ˈjeros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) betagt betagt γέρος γέρος