„βρόντημα“: ουδέτερο βρόντημα [ˈvrondima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Getöse, Gepolter Getöseουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρόντημα Gepolterουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρόντημα βρόντημα