„βραδύπους“: αρσενικό βραδύπους [vraˈðipus]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Faultier Faultierουδέτερο | Neutrum, sächlich n βραδύπους βραδύπους