βράζω
[ˈvrazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- kochenβράζω ζεματάω από καύσωνα, ήλιοβράζω ζεματάω από καύσωνα, ήλιο
- βράζω βρίσκομαι σε αναταραχή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ