„βούληση“: θηλυκό βούληση [ˈvulisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wille, Wunsch Willeαρσενικό | Maskulinum, männlich m βούληση Wunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m βούληση βούληση ejemplos κατά βούληση nach Belieben κατά βούληση