βουλιάζω
[vuˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- untergehen, sinken, versinken, einsinkenβουλιάζω βυθίζομαιβουλιάζω βυθίζομαι
- einstürzenβουλιάζω υφίσταμαι καθίζησηβουλιάζω υφίσταμαι καθίζηση