„βορεινός“ βορεινός [voriˈnos], βορεινή, βορεινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) nördlich, Nord- nördlich, Nord- βορεινός μπαλκόνι, παράθυρο, κατοικία βορεινός μπαλκόνι, παράθυρο, κατοικία