βομβαρδισμός
[vomvarðizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bombardierungθηλυκό | Femininum, weiblich fβομβαρδισμόςBombenangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mβομβαρδισμόςβομβαρδισμός