„βολή“: θηλυκό βολή [voˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wurf, Schuss Wurfαρσενικό | Maskulinum, männlich m βολή ρίψη βολή ρίψη Schussαρσενικό | Maskulinum, männlich m βολή πυροβολισμός βολή πυροβολισμός