„βλασφημώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα βλασφημώ [vlasfiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) lästern lästern βλασφημώ βλασφημώ