„βλακεία“: θηλυκό βλακεία [vlaˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dummheit Dummheitθηλυκό | Femininum, weiblich f βλακεία βλακεία ejemplos (τι) βλακείες! (so ein) Quatsch! (τι) βλακείες!