„βιοτεχνία“: θηλυκό βιοτεχνία [viotexˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) mittelständisches Gewerbe, Handwerk, Gewerbe (Klein-)Gewerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n βιοτεχνία περ μικροεπιχείρηση mittelständisches Gewerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n βιοτεχνία περ μικροεπιχείρηση βιοτεχνία περ μικροεπιχείρηση Handwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n βιοτεχνία περ χειροτεχνία, τέχνη βιοτεχνία περ χειροτεχνία, τέχνη