βιβλικός
[vivliˈkos], βιβλική, βιβλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- biblischβιβλικόςβιβλικός
ejemplos
- Βιβλική Εταιρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fBibelgesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βιβλική ρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich fBibelspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m