βαστιέμαι
[vaˈstjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich festhalten (από an+δοτική | +Dativ +dat)βαστιέμαι κρατιέμαιβαστιέμαι κρατιέμαι
- sich beherrschenβαστιέμαι συγκρατούμαιβαστιέμαι συγκρατούμαι