„βασιλιάς“: αρσενικό βασιλιάς [vasiˈʎas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) König Königαρσενικό | Maskulinum, männlich m βασιλιάς κ. στο σκάκι βασιλιάς κ. στο σκάκι