„βασίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα βασίζομαι [vaˈsizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich stützen, sich verlassen, rechnen, basieren, beruhen sich stützen, sich verlassen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) βασίζομαι δείχνω εμπιστοσύνη βασίζομαι δείχνω εμπιστοσύνη rechnen (σε mit) βασίζομαι υπολογίζω βασίζομαι υπολογίζω basieren, beruhen (σε auf+δοτική | +Dativ +dat) βασίζομαι στηρίζομαι βασίζομαι στηρίζομαι