βαθύς
[vaˈθis], βαθιά, βαθύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- tiefβαθύςβαθύς
- innigβαθύς αγάπηβαθύς αγάπη
- profundβαθύς γνώσειςβαθύς γνώσεις
- dunkelβαθύς χρώμαβαθύς χρώμα
- hochβαθύς γεράματαβαθύς γεράματα
ejemplos
- βαθύς αναστεναγμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mStoßseufzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βαθύς γκρίζος