βαθουλός
[vaθuˈlos], βαθουλή, βαθουλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausgehöhlt, vertieftβαθουλόςβαθουλός
- hohlβαθουλός μάγουλαβαθουλός μάγουλα