βαδίζω
[vaˈðizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (zu Fuß) gehenβαδίζω πάω με τα πόδιαβαδίζω πάω με τα πόδια
- schreitenβαδίζω βηματίζω, κ. τείνωβαδίζω βηματίζω, κ. τείνω
- marschierenβαδίζω περπατώ μεγάλη απόστασηβαδίζω περπατώ μεγάλη απόσταση
ejemplos
- βαδίζω στα τυφλά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφim Dunkeln tappen
βαδίζω
[vaˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- beschreitenβαδίζωβαδίζω