„βάφω“: μεταβατικό ρήμα βάφω [ˈvafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) färben, anmalen, bemalen, färben, tönen, schminken lackieren, streichen färben, anmalen, bemalen βάφω χρωματίζω βάφω χρωματίζω (an)streichen βάφω τοίχο βάφω τοίχο färben, tönen βάφω μαλλιά βάφω μαλλιά schminken βάφω μάτια, χείλη βάφω μάτια, χείλη lackieren βάφω νύχια, αυτοκίνητο βάφω νύχια, αυτοκίνητο ejemplos βάφω τα μαλλιά μου sich die Haare färben βάφω τα μαλλιά μου βάφω τα νύχια μου sich die Fingernägel lackieren βάφω τα νύχια μου