βάσανο
[ˈvasano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Qualθηλυκό | Femininum, weiblich fβάσανο ταλαιπωρίαPlageθηλυκό | Femininum, weiblich fβάσανο ταλαιπωρίαβάσανο ταλαιπωρία
- Sorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fβάσανο πρόβλημαKummerαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάσανο πρόβλημαβάσανο πρόβλημα
- Lastθηλυκό | Femininum, weiblich fβάσανο πρόσωπο, υποχρέωσηβάσανο πρόσωπο, υποχρέωση