βάναυσος
[ˈvanafsos], βάναυση, βάναυσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- grob, ungehobeltβάναυσος άνθρωπος, συμπεριφοράβάναυσος άνθρωπος, συμπεριφορά
- gewalttätigβάναυσος βίαιοςβάναυσος βίαιος